• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Ο όρος 'close to' παραπέμπει στον όρο 'close'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'close to' is cross-referenced with 'close'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
close adv (nearby)κοντά επίρ
  (κοντά σε μένα)κοντά μου φρ ως επίρ
  (λαϊκό, λογοτεχνικό)σιμά επίρ
  (λόγιο, με γενική)πλησίον επίρ
 Keep your phone close, in case he calls!
 Έχε κοντά το τηλέφωνό σου, μήπως τηλεφωνήσει!
 Έχε κοντά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!
 Έχε σιμά σου το τηλέφωνο, μήπως τηλεφωνήσει!
close adj (near)κοντά επίρ
  κοντινός, διπλανός επίθ
 Be careful, the 'edit' and 'delete' buttons are dangerously close!
 Πρόσεχε, τα κουμπιά «edit» και «delete» είναι επικίνδυνα κοντά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.
close to [sth/sb] prep (near to) (σε κάτι/κάποιον)κοντά επίρ
  (παλαιό: σε κάτι/κάποιον)σιμά επίρ
  (μεταφορικά: σε κάτι/κάποιον)δίπλα επίρ
 The bank is close to the post office.
 Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.
close adj (relation: near) (η σχέση, όχι οι συγγενείς)στενός επίθ
  (καθομιλουμένη)κοντινός επίθ
 The two boys are close cousins.
 Τα δυο αγόρια είναι κοντινά ξαδέρφια.
close adj (people: intimate)στενός επίθ
  (φίλος)καλός επίθ
 Jill and I are close friends.
 Η Τζιλ και εγώ ήμαστε στενές φίλες.
close to [sb] adj + prep figurative (intimate with) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)δεμένος με κπ περίφρ
  κοντά με κπ περίφρ
  στενή σχέση με κπ περίφρ
 Ben has always been close to his sister.
 Ο Μπεν ήταν, πάντα, πολύ δεμένος με την αδερφή του.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είμαι πολύ κοντά με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.
close adj (closely associated)όμοιος, παρόμοιος επίθ
  παρεμφερής επίθ
 Her philosophy is close to that of Roger, who was her teacher and mentor.
 Η φιλοσοφία της είναι όμοια με αυτή του Ρότζερ, ο οποίος ήταν δάσκαλος και μέντορας της.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.
close [sth] vtr (shut)κλείνω ρ μ
 Please close the window.
 Σε παρακαλώ κλείσε το παράθυρο.
close vi (become shut)κλείνω ρ αμ
 The door slowly closed.
 Η πόρτα έκλεισε αργά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
close adj (united)όμοιος, κοινός επίθ
  κοντά επίρ
 Their views about history are extremely close.
close adj (similar)όμοιος, παρόμοιος επίθ
  μοιάζω ρ αμ
 The twins are close in appearance.
 Τα δίδυμα έχουν παρόμοια εμφάνιση.
 Τα δίδυμα μοιάζουν εμφανισιακά.
close adj (relationship: intimate) (σχέση)στενός επίθ
 They have a close, romantic relationship.
close adj (compact, tight)πυκνός επίθ
 My sweater has a close weave.
close adj (fitting tightly) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 This key is a close fit to the lock.
 Το κλειδί ταιριάζει ακριβώς στην κλειδαριά.
close adj (cut near to the base) (μεταφορικά)βαθύς επίθ
 I prefer a straight razor because it gives me a close shave.
 Προτιμώ τα ίσια ξυραφάκια γιατί προσφέρουν πιο βαθύ ξύρισμα.
close adj (on topic) (μεταφορικά: θέμα)εντός επίρ
  δεν ξεφεύγω περίφρ
 Please stay close to the question under discussion.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Όταν γράφεις έκθεση, πρέπει να είσαι πάντα εντός θέματος.
 Σε παρακαλώ, μην ξεφεύγεις από το υπό συζήτηση ερώτημα.
close adj (rigorous)αυστηρός, προσεκτικός, σχολαστικός επίθ
  ενδελεχής επίθ
 A close examination will reveal that the theory is correct.
close adj informal (atmosphere: stuffy)αποπνικτικός, πνιγηρός επίθ
 The atmosphere in the room was close.
close adj (contest: almost even)αμφίρροπος επίθ
  (ποδόσφαιρο)ντέρμπυ επίθ άκλ
 Alan won a close race.
 Ο Άλαν κέρδισε έναν αμφίρροπο αγώνα.
close adj (secret: well guarded) (για μυστικό)επτασφράγιστος επίθ
  καλά φυλαγμένος περίφρ
 The information was a close secret.
close adj (confined) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The guards kept the prisoner at close quarters.
 Οι φύλακες είχαν από κοντά τον κρατούμενο.
close to [sth] adj + prep (nearly equal, almost)σχεδόν, περίπου επίρ
  κατά προσέγγιση φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)πάνω κάτω φρ ως επίρ
  χοντρικά επίρ
 You and I are close to the same height.
close n (act of closing)κλείσιμο ουσ ουδ
 You have to finish by close of business today.
close n (conclusion)τέλος ουσ ουδ
  λήξη ουσ θηλ
  (επίσημο)πέρας ουσ ουδ
 The conference came to a close.
 Το συνέδριο έφτασε στο τέλος του.
close n UK (cul-de-sac)αδιέξοδο ουσ ουδ
 We live on a lovely close near the edge of town.
close vi (unite)ενώνω ρ μ
  ενώνομαι ρ αμ
 Her hands closed in prayer as she bowed her head.
 Καθώς έσκυβε το κεφάλι, ένωσε τα χέρια της για να προσευχηθεί.
 Τα χέρια της ενώθηκαν σε θέση προσευχής, καθώς έσκυβε το κεφάλι της.
close vi (end)ολοκληρώνομαι ρ αμ
  τελειώνω, λήγω ρ αμ
 The proceedings closed on time.
close vi (cease to operate)κλείνω ρ αμ
 My favourite restaurant closed.
close vi (store: cease trading) (μαγαζί)κλείνω ρ αμ
 The store closed at nine pm.
 Το μαγαζί έκλεισε στις 9 μμ.
close vi (end performances) (τέλος παραστάσεων)κατεβαίνω ρ αμ
 The play closes on Monday.
close vi (financial: market day end)κλείνω ρ αμ
 The market closed on a high today.
close [sth] vtr (fill in)κλείνω ρ μ
 The builders closed the wall with the last brick.
close [sth] vtr (conclude)κλείνω, ολοκληρώνω ρ μ
 The final speaker closed the session.
close [sth] vtr (block)κλείνω ρ μ
 Workers have closed the road.
close [sth] vtr (join, unite)κλείνω ρ μ
 The people closed the circle by joining hands.
close [sth] vtr (finalize) (οριστικοποιώ)κλείνω ρ μ
 Let's close the negotiations now.
 Ας κλείσουμε τις διαπραγματεύσεις τώρα.
close [sth] vtr informal (make a sale) (μια συμφωνία)κλείνω ρ μ
 The salesman hopes to close the deal today.
close [sth] vtr (cease operations)κλείνω ρ μ
 The company closed the factory on Christmas day.
close [sth] vtr (nautical: approach) (σε κάτι)πλησιάζω ρ μ
 The ship closed land that morning.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
close down vi phrasal (business: cease trading) (επιχείρηση)κλείνω ρ αμ
  (επιχείρηση)διακόπτω τις εργασίες έκφρ
 When the doctor was killed, the clinic was forced to close down.
 Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να κλείσει.
 Όταν ο γιατρός σκοτώθηκε, η κλινική έπρεπε να διακόψει τις εργασίες της.
close [sth] down vtr phrasal sep (prevent [sth] from operating) (επιχείρηση)εμποδίζω τη λειτουργία έκφρ
  (επιχείρηση)βάζω λουκέτο έκφρ
  (επιχείρηση)κλείνω ρ μ
 The Women's Anti-Exploitation League vowed to close down the porno shop.
 Ο Σύνδεσμος Γυναικών Κατά της Εκμετάλλευσης ψήφισε να εμποδίσει τη λειτουργία του καταστήματος ειδών σεξ.
close in vi phrasal (pursuit: get closer)πλησιάζω ρ μ
 The enemy was closing in; the soldier clutched his rifle and prepared to fight to the death.
close in on [sb/sth] vtr phrasal insep (pursuit: get closer)πλησιάζω έκφρ
 Drive faster! The cops are closing in on us!
 Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!
close in on [sb/sth] vtr phrasal insep figurative (make claustrophobic) (μεταφορικά)πνίγω ρ μ
 Inside the small room, he felt like the walls were closing in on him.
 Μέσα στο μικρό δωμάτιο, ένιωθε σαν να τον έπνιγαν οι τοίχοι.
close [sth] off,
close off [sth]
vtr phrasal sep
(block, shut off)κλείνω, αποκλείω, μπλοκάρω, σταματώ ρ μ
 The police closed off the road due to a bad accident.
 Η αστυνομία έκλεισε (or: απέκλεισε) τον δρόμο εξαιτίας ενός σοβαρού ατυχήματος.
close out vi phrasal US (discount stock)μη διαθέσιμη μετάφραση
close [sth] out vtr phrasal sep US (account: terminate)κλείνω ρ μ
close [sth] out vtr phrasal sep (sport: bring to end)τελειώνω ρ μ
 The team closed the game out with a goal in the final minute to win 3-1.
close [sb] out vtr phrasal sep (exclude, prevent from entering)κλείνω κπ έξω ρ μ + επίρ
 Bill closed the dog out of the room.
close [sth] out vtr phrasal sep US (bar tab, etc.: settle)πληρώνω ρ μ
close up vi phrasal (shop: shut)κλείνω ρ αμ
  (μαγαζί, κατάστημα)κλείνω ρ μ
 He closed up and counted the day's takings.
 Έκλεισε και μέτρησε τα έσοδα της ημέρας.
close up vi phrasal (wound: heal)κλείνω ρ αμ
 The wound will gradually close up over time.
 Η πληγή θα κλείσει σταδιακά με τον καιρό.
close [sth] up,
close up [sth]
vtr phrasal sep
(shut)κλείνω ρ μ
 Nina closed up the shop and went home.
 Η Νίνα έκλεισε το κατάστημα και πήγε στο σπίτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
close at hand,
close to hand
adj
(convenient, nearby)κοντά μου περίφρ
  (μεταφορικά)πρόχειρος επίθ
 In flu season, keep a box of tissues close at hand.
close to home expr figurative (affecting [sb] personally) (μτφ, ανεπ, καθομιλουμένη)που τσούζει περίφρ
  που πονάει περίφρ
 I was upset by the film; the issues raised in it were very close to home.
close to home expr (locally)στην περιοχή μου περίφρ
  εδώ γύρω, εδώ κοντά περίφρ
  στην τοπική αγορά περίφρ
 I like to shop close to home to support local businesses.
close to the bone adj figurative, informal (uncomfortably close to the truth)πολύ κοντά στην αλήθεια περίφρ
close to the knuckle expr UK, figurative (potentially offensive) (μεταφορικά)τολμηρός, πικάντικος επίθ
Σχόλιο: Με την ελληνική φράση χαρακτηρίζεται κάτι μάλλον μη αποδεκτό, ενώ με τον αγγλικό όρο κάτι που μπορεί να είναι αποδεκτό, έστω και δύσκολα.
close to your heart,
near your heart
expr
(cherished, important)στην καρδιά σου έκφρ
  που θεωρώ πολύ σημαντικό έκφρ
 It's a subject that's close to my heart.
close together adj (near to one another,)κοντά ο ένας στον άλλο έκφρ
 If his eyes weren't so close together, he'd be almost handsome.
come near to [sth],
come close to [sth]
v expr
figurative (nearly experience [sth])κοντεύω να κάνω κτ έκφρ
  σχεδόν κάνω κτ, παραλίγο να κάνω κτ έκφρ
  βρίσκομαι πολύ κοντά σε κτ έκφρ
 Lauren came close to death after contracting measles.
come near to doing [sth],
come close to doing [sth]
v expr
figurative (nearly do [sth](μεταφορικά)φτάνω κοντά σε κτ, φτάνω ένα βήμα πριν από κτ έκφρ
  (με γενική)είμαι στα πρόθυρα έκφρ
  (καθομιλουμένη)παραλίγο να κάνω κτ περίφρ
 After I lost my job and my son died, I came near to having a breakdown.
 Όταν απολύθηκα και έχασα τον γιο μου, έφτασα ένα βήμα πριν από την κατάρρευση.
 Όταν απολύθηκα και έχασα τον γιο μου, ήμουν στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
 Όταν απολύθηκα και έχασα τον γιο μου, παραλίγο να καταρρεύσω.
get close to nature v expr (spend time outdoors)έρχομαι κοντά στη φύση περίφρ
 Mary loves plants and her job as a botanist allows her to get close to Nature.
hit close to home v expr figurative (affect [sb] personally) (μτφ, καθομιλουμένη)τσούζω ρ αμ
  (κάποιον)τσούζω ρ μ
  (μεταφορικά)πονάω ρ αμ
  (μεταφορικά: κάποιον)πονάω ρ μ
 Even though he wasn't talking about me, the speaker's comments about being sympathetic to your children hit close to home.
keep close to [sb/sth] v expr (stay near)μένω κοντά σε κπ/κτ περίφρ
  δεν απομακρύνομαι από κπ/κτ περίφρ
 Keep close to me when we're at the concert; I don't want you to get lost.
be near death,
be close to death
v expr
(be about to die)είμαι ετοιμοθάνατος ρ αμ + επίθ
  είμαι κοντά στον θάνατο έκφρ
  κοντεύω να πεθάνω έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'close to' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση close to στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «close to».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!